-
1 метод
-а α.1. μέθοδος•диалектический метод διαλεκτική μέθοδος•
сравнительный метод συγκριτική μέθοδος•
метод обучения μέθοδος διδασκαλίας.
2. τρόπος. -
2 модус
1. филос. το είδος, ο τρόπος, η μέθοδος, το μέσον 2. (способ) о τρόπος, η μέθοδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > модус
-
3 процесс
1. (ход развития чего-л.) η διεργασία, η διαδικασία, η πορείαреали-зовать - εφαρμόζω τη -, πραγματοποιώ τη -адиабатный - см. адиабатический -восстановительный - биол. о αναβο-λισμόςкислородно-конвертерный - мет. η διαδικασία βασικού οξυγόνουмарковский - мат. η αλυσίδα (διαδικασία) του Μάρκοφнеобратимый - μη αντιστρεπτή/αναστρέψιμη -, ανεπίστροφη -обратимый - αντιστρεπτή -, αναστρέψιμη -политропический - см. политропный -- производства - της παραγωγής, παραγωγική -технологический - хим. τεχνολογική -циркуляционный хим. - με ανακύκλωση2. мед. η ε(πε)ξεργασία, η προσβολή 3. (порядок разбирательства судебных дел) η (δικαστική) διαδικασία 4. (разбор дела судом) η δίκη, η υπόθεσηвозбуждать - κάνω αγωγή, υποβάλλω μήνυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > процесс
-
4 метод
-
5 передовой
передовой 1) πρωτοπόρος· \передовой отряд το προτωπόρο απόσπασμα 2) προχωρημένος (высокоразвитый); προοδευτικός (прогрессивный)' \передовойые страны οι προοδευτικές χώρες; \передовой метод η προοδευτική μέθοδος ◇ \передовойая статья το κύριο άρθρο* * *1) πρωτοπόροςпередово́й отря́д — το προτωπόρο απόσπασμα
2) προχωρημένος ( высокоразвитый); προοδευτικός ( прогрессивный)передовы́е стра́ны — οι προοδευτικές χώρες
передово́й ме́тод — η προοδευτική μέθοδος
••передова́я статья́ — το κύριο άρθρο
-
6 пособие
пособие с 1) (материальное) το βοήθημα, η ενίσχυση 2): наглядные \пособиея τα εποπτικά μέσα (или αντικείμενα) 3) (учебник) η μέθοδος* * *с1) ( материальное) το βοήθημα, η ενίσχυση2)нагля́дные посо́бия — τα εποπτικά μέσα ( или αντικείμενα)
3) ( учебник) η μέθοδος -
7 руководство
руководство с 1) η καθοδήγηση, η διεύθυνση 2) (руководители) η διοίκηση, η ηγεσία 3) (пособие ) η μέθοδος* * *с1) η καθοδήγηση, η διεύθυνση2) ( руководители) η διοίκηση, η ηγεσία3) ( пособие) η μέθοδος -
8 учебник
-
9 метод
методм ἡ μέθοδος:марксистский диалектический \метод ἡ μαρξιστική διαλεκτική μέθοδος. -
10 правило
пра́вил||ос1. ὁ κανόνας, ὁ κανών:\правилоа вну́треннего распорядка ὁ ἐσωτερικός κανονισμός· \правилоа у́личного движения ὁ κανονισμός τής τροχαίας κινήσεως· грамматические \правилоа οἱ κανόνες τής γραμματικής· по всем \правилоам καθ' ὅλους τους κανόνας· по \правилоам игры σύμφωνα μέ τούς κανόνες τοῦ παιχνιδιοῦ· нарушать \правило παραβιάζω (или παραβαίνω) τόν κανόνα· соблюдать \правилоа τηρώ τούς κανόνες, συμ-μορφοὔμαι μέ τούς κανόνας· нет \правилоа без исключения ὁ κάθε κανόνας ἔχει ἐξαιρέσεις·2. мат ἡ μέθοδος, ὁ κανών:тройное \правило ἡ μέθοδος τῶν τριῶν3. (принцип) ὁ κανών, ὁ κανόνας, ἡ ἀρχή:взять себе за \правило παίρνω ὡς κανόνα, ἔχω σάν ἄρχή. -
11 прием
приемм1. ήλήψη [-ις], ἡ παραλαβή, ἡ ἀποδοχή:\прием пи́сем (посылок) ἡ λήψη ἐπιστολών (δεμάτων)· \прием раднограмм ἡ παραλαβή ραδιοτηλεγραφημάτων2. (в организацию и т. ἡ.) ἡ είσδοχή, ἡ ἐγγραφη:\прием в партию ἡ ἐγγραφη στό κόμμα, ἡ είσδοχή στό κόμμα·3. (гостей, посетителей и т. п.) ἡ ὑποδοχή, ἡ ἀκ-ρόαση [-ις] / ἡ ἐπίσκεψη [-ις] (у врача):часы \приема ὠραι ἀκροάσεως· оказать хороший \прием ὑποδέχομαι καλα· устроить \прием ὁργανώνω δεξίωση·4. (лекарства) ἡ λήψη [-ις] / ἡ δόση [-ις] (доза)·5. (способ) ὁ τρόπος, ἡ μέθοδος:ораторский \прием τό ρητορικό σχήμα· художественный \прием ὁ καλλιτεχνικός τρόπος, ἡ καλλιτεχνική μέθοδος· ◊ в один \прием μονοκοπανιά· в два \приема σέ δυό δόσεις, δυό φορές. -
12 бессемерование
(в производстве стали) η μέθοδος του Μπέσεμερ (Bessemer).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бессемерование
-
13 гамма-метод
η μέθοδος ακτινών γ(γάμμα) (για αναζήτηση κοιτασμάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма-метод
-
14 культура
1. (достижения общества) о (πνευματικός) πολιτισμός, η παιδεία, η πνευματική καλλιέργεια 2. (вид растения) το είδος (καλλιέργειας)зерновые - ы τα δημητριακά (πλ.)3. (совокупность сельскохозяйственных методов) η μέθοδος (της) αγροτικής καλλιέργειας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > культура
-
15 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод
-
16 методика
η μέθοδος, η τεχνική, η διαδικασίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > методика
-
17 планирование
I. 1. (составление плана или проекта постройки, сооружения и т.п.) η σχεδίαση, ο σχεδιασμός 2. (расположение чего-л. согласно чертежу, плану) η σχεδίαση 3. (составление плана каких-л. мероприятий, развития чего-л.) το πρόγραμμα, το σχέδιο 4. эк. о σχεδιασμ/ός, ο προγραμματισμός II. ав. η ανεμοπορία, η ανεμοπλοία, η ομαλή κάθοδος με σβηστό κινητήρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > планирование
-
18 порядок
1. (размещение, расположение по какому-л. признаку) η διάταξη, η τάξη, η σειρά 2. (последовательный ход чего-л.) η σειρά, η διαδικασία алфавитный - αλφαβητική - 3. (числовая характеристика кривой, уравнения и т.п.) η τάξη. - дифференциального уравнения - της διαφορικής εξίσωσης- числа (вчт.мат.) - του αριθμού4. (состояние налаженности, благоустройства, систематичности и т.п.) η τάξη, η διευθέτηση, η τακτοποίηση 5. (уста-новленная организация, систематичность) η διαδικασία, ο τρόπος, η τάξη 6. (система общественного устройства, строй) το καθεστώς 7. (способ, метод, правила, по которым совершается что-л.) о τρόπος, о κανονισμός, η μέθοδος, οι κανόνες 8. (свойство, качество, характер) η τάξη, η φύση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порядок
-
19 поточный
συνεχής, αδιάκοπος- - метод η μέθοδος της αλυσίδας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поточный
-
20 правило
ο κανόν/αςаукционные - а - ες δημοπρασίας/πλειστηριασμού- а безопасности - ες ασφαλείας, οι κανονισμοί ασφαλείαςтройное - мат. η μέθοδος των τριών- а уличного движения ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας (К.О.К.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правило
См. также в других словарях:
μέθοδος — following after fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέθοδος — η (ΑM μέθοδος) συστηματικός και προγραμματισμένος τρόπος πορείας για την επίλυση προβλημάτων θεωρίας και πρακτικής η οποία οδηγεί από προσδιορισμένες προϋποθέσεις στην πραγματοποίηση ενός σκοπού νεοελλ. 1. (φιλοσ.) σύστημα κανόνων ή αρχών έρευνας … Dictionary of Greek
μέθοδος — η μεθόδου 1. η συστηματική εξέταση και ερμηνεία ενός ζητήματος ή φαινομένου με ορισμένους επιστημονικούς κανόνες: Ακολουθεί συνεχώς νέες μεθόδους στη δουλειά του. 2. τρόπος ενέργειας για την πραγματοποίηση ορισμένου σκοπού: Αυτή είναι αλάνθαστη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαγωγική μέθοδος — Μέθοδος της φιλοσοφίας και της επιστημονικής έρευνας που κάνει δυνατή τη μετάβαση από το γενικό στο μερικό, από την αρχή στο επακολούθημα. Η α.μ. πραγματοποιείται με τον απαγωγικό συλλογισμό και την απαγωγική απόδειξη. Με τον απαγωγικό συλλογισμό … Dictionary of Greek
Μπέρλιτς, μέθοδος — (Berlitz Method). Ειδική μέθοδος διδασκαλίας ξένων γλωσσών, που επινόησε ο Μαξιμίλιαν Μπέρλιτς το 1878 στο Πρόβιντενς (ΗΠΑ). Βασίζεται στη διαπίστωση ότι μια γλώσσα μαθαίνεται πάντοτε γρηγορότερα και ευκολότερα στον τόπο όπου μιλιέται και ότι δεν … Dictionary of Greek
αλλοπαθητική μέθοδος θεραπείας — Θεραπευτική μέθοδος κατά την οποία χρησιμοποιούνται φάρμακα που προκαλούν συμπτώματα αντίθετα από αυτά που θέλουν να θεραπεύσουν. Ο όρος χρησιμοποιείται μόνο σε αντίθεση με την ομοιοπαθητική μέθοδο θεραπείας … Dictionary of Greek
αλληλοδιδακτική μέθοδος — Μορφή σχολικής αγωγής. Βλ. λ. Μπελ, Άντριου … Dictionary of Greek
αυτόμορφη συνάρτηση — Μέθοδος για τη λύση εξισώσεων. Ονομάζονται επίσης και συναρτήσεις Φουξ, από το όνομα του μαθηματικού που γύρω στο 1870 μελέτησε το πρόβλημα της λύσης γραμμικών διαφορικών εξισώσεων της τάξης V. Οι συναρτήσεις αυτές αποτελούσαν λύσεις των… … Dictionary of Greek
αξονομετρία — Μέθοδος παράστασης στερεών σχημάτων πάνω σε επίπεδο (προβολικό). Ονομάζεται και παράλληλη προβολή, διότι συνίσταται στην προβολή του αντικειμένου στο προβολικό επίπεδοπαράλληλα με ορισμένη διεύθυνση. Εδώ, το κέντρο προβολής, που κατά την κεντρική … Dictionary of Greek
επίπλευση — Μέθοδος αποχωρισμού των ορυκτών από τις προσμείξεις που τα συνοδεύουν. Η τεχνική αυτή βασίζεται στη διαφορά διαβροχής μεταξύ της επιφάνειας των ορυκτών και των προσμείξεων, ενώ εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα του υλικού που δεν έχει διαβρεχτεί να… … Dictionary of Greek
αεροθεραπεία — Μέθοδος θεραπείας διαφόρων παθήσεων, ιδιαίτερα του αναπνευστικού συστήματος (φυματίωση, εμφύσημα κλπ.). Η α., που αποτελεί τομέα του ιδιαίτερου κλάδου της κλιματοθεραπείας, ενεργείται με διάφορους τρόπους ανάλογα με την πάθηση: με θερμά… … Dictionary of Greek